Μια θρησκεία που λέγεται Beatles...

Μια θρησκεία που λέγεται Beatles...


Τα τραγούδια χρωστάνε κάμποση από τη δύναμη τους στη νοσταλγία που προκαλούν – όσο πιο δυνατά είναι, τόσο ευκολότερα νικάνε τον δυνάστη χρόνο. Από πού όμως αντλούν τη δύναμή τους; Οσα αντέχουν στην αναμέτρηση μαζί του το κατορθώνουν κυρίως γιατί οι άνθρωποι τα δένουν με τις προσωπικές τους στιγμές – τα θεωρούν περιτύλιγμα πολυτελείας ή απλά συνθέτουν με αυτά το προσωπικό σάουντρακ της ύπαρξής τους. Τα τραγούδια των Beatles  έχουν γεμίσει ζωές ολόκληρες – έχουν συντροφεύσει αγάπες και χωρισμούς, έχουν κάνει ανθρώπους να χορέψουν, έχουν προκαλέσει δάκρια, έχουν μετατρέψει σε κοντσέρτα αντιπολεμικές πορείες, έχουν σημαδέψει γενιές. Κι ένα πρωί χάνονται όλα – κάπως έτσι αρχίζει το «Yesterday», η ταινία του Ντάνι Μπόιλ, που στηρίζεται σε ένα εξωφρενικό εύρημα για να αναδείξει τη δύναμη της μουσικής κι όχι τη νοσταλγία της.

Ερωτήσεις σημαντικότερες από το σενάριο  

Αν εξαιρέσει κανείς το βασικό εύρημα που κινεί την ταινία, όλα τα υπόλοιπα στην ταινία του μαέστρου Μπόιλ είναι προβλέψιμα και σχεδόν βαρετά. Ρουτινιάρικα. Ο Ρίτσαρντ Κέρτις, σεναριογράφος του «Νότινγκ Χιλ» και του «Love Actually», γράφει ένα σενάριο με ελάχιστες ανατροπές – που πάντως ομολογώ ότι δείχνουν πως αντιμετώπισε το πράγμα με κέφι. Είναι ωστόσο από την αρχή φανερό ότι και για αυτόν, (όπως νομίζω για όλους τους συντελεστές ταινίας  - ίσως και για τους θεατές της), το εύρημα είναι σημαντικότερο από την ιστορία: τι θα συνέβαινε αν μόνο ένας μουσικός θυμόταν τα χαμένα (χάρη σε κάτι μυστηριώδες και ανεξήγητο) τραγούδια των Beatles;

Αυτή είναι η κύρια ερώτηση και η ταινία είναι κατά κάποιο τρόπο η απάντησή της. Όπως συμβαίνει με τις μεγάλες ερωτήσεις, αυτές γεννάνε αμέσως άλλες μικρότερες. Ποια τραγούδια θα διάλεγε να αναδείξει; Θα τα διασκεύαζε ή θα τα κρατούσε στην αρχική τους μορφή; Θα έκαναν αυτά την επιτυχία που είχαν όταν τα έγραψαν ο Τζον Λένον και ο Πολ ΜακΚάρτνεϋ; Θα λειτουργούσαν ή ο κλέφτης σφετεριστής τους δεν θα μπορούσε τελικά να τα υποστηρίξει; Και σε ποιον ανήκουν εν τέλει αυτά τα ξεχασμένα τραγούδια; Σε όποιον τα έγραψε καταθέτοντας ταλέντο και αλήθεια ή σε όποιον μπορεί τα χαίρεται γιατί τα έχει ταυτίσει με την ζωή του την ίδια; Και πως μπορείς να τα χαρείς όταν δεν τα έζησες;

Τραγούδια σαν σούπερ ήρωες

Η ταινία είναι μια από τις λίγες που έχω δει που στηρίζεται σε τραγούδια κι ασχολείται με αυτά πιο πολύ από όσο με τους ανθρώπους – είναι σαν το σάουντρακ να έγινε ξαφνικά πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο, δηλαδή κι από τους ηθοποιούς, και από τη σκηνοθεσία και από την φωτογραφία και από την παραγωγή και κυρίως από το σενάριο. Πιθανότατα ο Κέρτις να κατάλαβε πως δεν μπορούσε να αφηγηθεί μια ιστορία δυνατότερη από την εξαφάνιση και την επανεμφάνιση των τραγουδιών των Beatles – ποιος άλλωστε θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί τους; Κι έτσι κάθεται στην άκρη, βάζοντας ένα απλό πλαίσιο που χρειάζεται για να δούμε τη δύναμη των τραγουδιών, ανησυχώντας αρχικά ακόμα και για την επιτυχία τους. Η ιστορία είναι απλοϊκή: ένα απορροφημένο από την θέλησή του να πετύχει ως μουσικός αγόρι, δεν καταλαβαίνει πόσο σημαντικό είναι το κορίτσι που τον στηρίζει. Το κατανοεί, ως συνήθως αργά, όταν βλέπει το μέγεθος της επιτυχίας και καταλαβαίνει ότι αυτή και η ευτυχία δεν είναι το ίδιο πράγμα – όλο αυτό πιο πολύ και από σενάριο θυμίζει τραγούδι των Beatles, πριν τις επισκέψεις τους στην Ινδία. Η απλοϊκότητα της ιστορίας ωστόσο επιτρέπει αυτό που είναι και το βασικό ζητούμενο: να χαρείς με την αναγέννηση των τραγουδιών και να καταλάβεις την αιωνιότητα της δύναμής τους – τα τραγούδια των Beatles είναι κάτι σαν σούπερ ήρωες που μπορεί να γυρίσουν και από τον θάνατο. Κι αυτό κάνει την καλοκαιρινή αυτή ταινία μια γλυκιά απόλαυση. Αρκεί να αγαπάς τη μουσική (και τους Beatles) λίγο περισσότερο από το σινεμά, που πάει στην προκειμένη περίπτωση λίγο στην άκρη. Σκηνές και χαρακτήρες αδυνατούν να σταθούν απέναντι στη δύναμη των τραγουδιών που είναι γιγάντια. Και τα αστειάκια του σεναριογράφου από κάποιο σημείο κι έπειτα σταματάνε και τελείως, διότι το «άσε μας ν ακούσουμε τα τραγούδια ρε φίλε» σίγουρα το ακούει κι αυτός στο κεφάλι του.

Η ρουτίνα και η μαγεία

Ο Μπόιλ από την άλλη, ως έμπειρος σκηνοθέτης, παίρνει το μουσικό υλικό και το απογειώνει ανοίγοντάς του το δρόμο. Οι δικές του απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που η ταινία κάνει, έχουν προηγηθεί. Δεν υπάρχουν εικόνες ή σκηνοθετικά τρικ ή ερμηνείες ηθοποιών σε θέση να σταθούν δίπλα στα τραγούδια: το βασικό είναι να τα θυμάσαι και να τα τραγουδάς. Στα κομμάτια της ταινίας, που ο σκηνοθέτης καταγράφει την δυσκολία του πρωταγωνιστή του να ξαναθυμηθεί επακριβώς τους στίχους (ταξιδεύοντας στο Λίβερπουλ π.χ) η ταινία είναι άριστη – τα άλλα κομμάτια της, αυτά που αφορούν την ρομαντική ιστορία ή τη σχέση του πρωταγωνιστή με την μουσική βιομηχανία που καταφθάνει, είναι αδύναμα σαν να έχουμε να κάνουμε με καρτούν. Το κορίτσι είναι καλό και τον αγαπάει πριν γίνει ο μόνος Beatle του κόσμου. O καλός φίλος του κάνει και λέει αστεία. Οι γονείς δεν καταλαβαίνουν την αγάπη του για τη μουσική, αλλά είναι κι αυτοί καλόβουλοι. Οι μάνατζερ από το LA που θα τον αναλάβουν ζουν για το χρήμα – όλα και όλοι είναι σχηματικά και συνηθισμένα. Εκτός φυσικά από τα τραγούδια, που όταν εισβάλουν αλλάζουν τον κόσμο με τη μαγεία τους: δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Απλά χρειάζεται κάποιος να λατρέψει την ύπαρξή τους: ο πρωταγωνιστής, ακόμα κι αν δεν είναι ο Λένον, είναι ένας ιεραπόστολος της θρησκείας που λέγεται Beatles - η θρησκεία είναι τελικά πανίσχυρη.  

Υπέροχο συμπέρασμα

Σε ποιον ανήκουν τελικά τα τραγούδια; Χωρίς να ηθικολογεί και χωρίς να καταγγέλλει το Yesterday λέει πως τα τραγούδια (ίσως όλα τα τραγούδια που έχουν βρει κοινό, μικρό ή μεγάλο δεν έχει σημασία) είναι δικά μας. Οι δημιουργοί τους μπορεί να τα έχουν ξεχάσει, εμείς που τα αγαπήσαμε τα έχουμε ανάγκη πιο πολύ από ό,τι και οι ίδιοι. Ακόμα κι αν κάποια ανεξήγητη διαβολιά τα σβήσει από το υποσυνείδητό μας, αυτά θα βρουν τη δύναμη να επιστρέψουν πιο δυνατά από συμβάσεις, όπως είναι η επιτυχία κι ο χρόνος. Τα τραγούδια δεν χρειάζονται, λέει το Yesterday, ούτε τη νοσταλγία ως κινητήρια δύναμη της ύπαρξής τους. Εξυπηρετούν μια ανάγκη που ούτε ο ίδιος ο δημιουργός τους δεν την γνωρίζει όταν μας τα παραδώσει – είναι κάτι σαν δικά μας αισθήματα που βρήκαν την έκφραση που αναζητούσαμε. Το βρήκα, ως συμπέρασμα και όχι ως παραμύθι, υπέροχο…